-
1 ταγιέρ
το άκλ. костюм (дамский) -
2 костюм
костюм м το κοστούμι· το ταγιέρ (дамский)' национальный \костюм η εθνική στολή· купальный \костюм το μαγιό* * *мτο κοστούμι; το ταγιέρ ( дамский)национа́льный костю́м — η εθνική στολή
купа́льный костю́м — το μαγιό
-
3 костюм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > костюм
-
4 костюм
костюмм τό κοστούμι, ἡ φορεσιά, ἡ στολή/ τό ταγιέρ (дамский):национальный \костюм ἡ ἐθνική στολή· штатский \костюм τά πολιτικά (ροῦχα)· купальный \костюм τό μαγιό· лыжный \костюм κοστούμι γιά σκί· парадный \костюм ἡ ἐπίσημη στολή. -
5 костюм
[καστγιούμ] ουσ. α. κοστούμι, στολή, ταγιέρ -
6 костюм
[καστγιούμ] ουσ α κοστούμι, στολή, ταγιέρ -
7 костюм
-а α.1. κοστούμι, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά•национальный εθνική ενδυμασία•
спортивный костюм αθλητική στολή•
маскарадный костюм αποκριάτικη φορεσιά•
штатский костюм πολιτική περιβολή•
купальный костюм μαγιό.
2. ταγιέρ.εκφρ.в -е Адама – με ένδυμα Αδάμ (γυμνός)•в -е Евы – με φορεσιά της Εύας (γυμνή).
См. также в других словарях:
ταγιέρ — και ταγέρ, το, Ν άκλ. είδος γυναικείου ενδύματος που αποτελείται από φούστα και σακάκι ίδιου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tailleur «ράφτης, γυναικείο ένδυμα»] … Dictionary of Greek
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ταγέρ — το, Ν βλ. ταγιέρ … Dictionary of Greek
ταγιεράκι — το, Ν υποκορ. τού ταγιέρ … Dictionary of Greek